
Είμαι στο τρένο. Μια ζεστή και σχετικά αντιπαραγωγική ημέρα τελειώνει αργά αργά. Ετοιμάζομαι να βγάλω το σημειωματάριο για να αδράξω τη στιγμή αυτή που η κούραση μπλέκεται με την προσδοκία της επιστροφής στο σπίτι και τα θωπευτικά κουνήματα του βαγονιού. Δεν θα ακούσω μουσική, θα γράψω.
Σταθμός Σύνταγμα. Στις διπλανές θέσεις μπαίνει ένα ζευγάρι. Ο νέος, πραγματικά νέος, με ύφος βαρύ και ασήκωτο. Η νέα, πραγματικά λίγο μετά την εφηβεία, με ύφος σκύλου. "Μα δεν σου έκανα τίποτα!" διαμαρτύρεται. "Δεν μου έκανες τίποτα;" την κοιτάζει αυτός με έντονο βλέμμα.
Δεν θέλω να ακούσω παρακάτω. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Κλείνω τα μάτια λες και έτσι θα κλείσω και τα αυτιά. Χάνω τις ενδιάμεσες κουβέντες του νέου, αλλά την κατάληξή τους δεν γίνεται να μην την ακούσω. Την φωνάζει σχεδόν εκείνος "Τελειώσαμε. Βούλωστο!". Η νέα κάτι κάνει να πει και εκείνος επαναλαμβάνει "Βούλωστο είπαμε, τελειώσαμε".
Αρχίζει να με πιάνει φρίκη. Ψάχνω με νευρικότητα τα ακουστικά για το κινητό να χαθώ σε μερικές νότες και όχι σε αυτήν την ψυχολογική λεκτική βία που είναι ενοχλητικά διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Πράγματι, η μουσική με χαλαρώνει λίγο. Ωστόσο, σκόρπιες κουβέντες σφηνώνουν στα ακουστικά σαν επίμονοι πλασιέ, καθότι ο τόνος που λέγονται είναι αρκετά υψηλός. Το "βούλωστο" εξακολουθεί να είναι στην πρώτη γραμμή και βάζει τέλος σε κάθε προσπάθεια διαμαρτυρίας της κοπέλας.
Και τότε βγαίνει από την τσέπη εκείνου και το Κομπολόι. Σαν επιστέγασμα, σαν φόρος τιμής στους προγόνους άξεστους, άντρακλες ελληνάρες. Και χτυπάει πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, τέλειο σετ με τον κάτοχό του.
Αρχίζω να γράφω, αλλά τα γραφόμενα μοιραία επηρεάζονται από το περιβάλλον. Τώρα οι θωπίες του τρένου φαντάζουν σαν μπάτσες στο ήδη κουνημένο από τη διαδρομή της ημέρας κεφάλι μου. Η ταύτιση με την κοπέλα ως ένα σημείο αναπόφευκτη. Και η οργή για την συμπεριφορά του κυρίου σχεδόν με δυσκολία καταπιέζεται. Γιατί δεν γνωρίζω τι του προκάλεσε αυτό το ξέσπασμα, αλλά γνωρίζω ότι ο δημόσιος εξευτελισμός, για μένα, είναι απαράδεκτος.
Και τότε, μία στάση πριν να σηκωθούν, βλέπω το χεράκι εκείνης να τον πιάνει από το μπράτσο. Ο τύπος συνεχίζει να είναι "σκληρός" και αυτή προσπαθεί με όλους τους τρόπους να τον καλοπιάσει.
Κάπου εκεί σταματάει η ταύτιση και εύχομαι μόνο να κατέβουν- να κατέβουν- να κατέβουν για να μην μπήξω τις φωνές, ενώ ήδη η φωνή της δικής μου λογικής τσιρίζει μέσα μου, προσπαθώντας να με συνεφέρει με εσωτερικές ερωτήσεις τύπου "εσύ τώρα τι θέλεις και εξοργίζεσαι; μπορεί αυτοί να τα βρίσκουν έτσι! επειδή προσωπικά σε εκνευρίζει η βία πρέπει να βγαίνεις εκτός εαυτού όταν συμβαίνει και στους άλλους; και τελικά, ξέρεις εσύ τι είναι καλύτερο για τον καθένα;".
Αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι δεν ξέρω. Φυσικά και δεν ξέρω. Απλά δεν μπορώ να δικαιολογήσω αυτήν την συμπεριφορά για κανέναν και απέναντι σε κανέναν. Γιατί νοιώθω σαν να γίνεται έκπτωση στην αγάπη και το σεβασμό του ενός προς τον άλλον...Και πραγματικά όταν και αν μου συμβεί να φερθώ αντίστοιχα, την αμέσως επόμενη στιγμή θέλω να μεταμορφωθώ σε σαλιγκάρι και να κλειστώ στο καβούκι για μερικά εικοσιτετράωρα, τόσα που μόνο η ανάγκη φαγητού να με βγάλει έξω.
Οι προσευχές εισακούστηκαν και το ζεύγος κατέβηκε στην επόμενη στάση.Τους ευχήθηκα καλή τύχη από μέσα μου, όλα καλά να τους πάνε.
Και την ίδια στιγμή το ευχήθηκα και σε μένα και σε όσους βλέπουν παρόμοια τα πράγματα. Γιατί τελικά μάλλον δεν υπάρχει ένα πλαφόν του "αντικειμενικά καλού" για τον άνθρωπο. Η ίδια η ύπαρξη είναι εντελώς υποκειμενική και το πώς επιλέγει να την διαχειριστεί ο καθένας μεγάλη περιπέτεια.
Σταθμός Σύνταγμα. Στις διπλανές θέσεις μπαίνει ένα ζευγάρι. Ο νέος, πραγματικά νέος, με ύφος βαρύ και ασήκωτο. Η νέα, πραγματικά λίγο μετά την εφηβεία, με ύφος σκύλου. "Μα δεν σου έκανα τίποτα!" διαμαρτύρεται. "Δεν μου έκανες τίποτα;" την κοιτάζει αυτός με έντονο βλέμμα.
Δεν θέλω να ακούσω παρακάτω. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Κλείνω τα μάτια λες και έτσι θα κλείσω και τα αυτιά. Χάνω τις ενδιάμεσες κουβέντες του νέου, αλλά την κατάληξή τους δεν γίνεται να μην την ακούσω. Την φωνάζει σχεδόν εκείνος "Τελειώσαμε. Βούλωστο!". Η νέα κάτι κάνει να πει και εκείνος επαναλαμβάνει "Βούλωστο είπαμε, τελειώσαμε".
Αρχίζει να με πιάνει φρίκη. Ψάχνω με νευρικότητα τα ακουστικά για το κινητό να χαθώ σε μερικές νότες και όχι σε αυτήν την ψυχολογική λεκτική βία που είναι ενοχλητικά διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Πράγματι, η μουσική με χαλαρώνει λίγο. Ωστόσο, σκόρπιες κουβέντες σφηνώνουν στα ακουστικά σαν επίμονοι πλασιέ, καθότι ο τόνος που λέγονται είναι αρκετά υψηλός. Το "βούλωστο" εξακολουθεί να είναι στην πρώτη γραμμή και βάζει τέλος σε κάθε προσπάθεια διαμαρτυρίας της κοπέλας.
Και τότε βγαίνει από την τσέπη εκείνου και το Κομπολόι. Σαν επιστέγασμα, σαν φόρος τιμής στους προγόνους άξεστους, άντρακλες ελληνάρες. Και χτυπάει πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, τέλειο σετ με τον κάτοχό του.
Αρχίζω να γράφω, αλλά τα γραφόμενα μοιραία επηρεάζονται από το περιβάλλον. Τώρα οι θωπίες του τρένου φαντάζουν σαν μπάτσες στο ήδη κουνημένο από τη διαδρομή της ημέρας κεφάλι μου. Η ταύτιση με την κοπέλα ως ένα σημείο αναπόφευκτη. Και η οργή για την συμπεριφορά του κυρίου σχεδόν με δυσκολία καταπιέζεται. Γιατί δεν γνωρίζω τι του προκάλεσε αυτό το ξέσπασμα, αλλά γνωρίζω ότι ο δημόσιος εξευτελισμός, για μένα, είναι απαράδεκτος.
Και τότε, μία στάση πριν να σηκωθούν, βλέπω το χεράκι εκείνης να τον πιάνει από το μπράτσο. Ο τύπος συνεχίζει να είναι "σκληρός" και αυτή προσπαθεί με όλους τους τρόπους να τον καλοπιάσει.
Κάπου εκεί σταματάει η ταύτιση και εύχομαι μόνο να κατέβουν- να κατέβουν- να κατέβουν για να μην μπήξω τις φωνές, ενώ ήδη η φωνή της δικής μου λογικής τσιρίζει μέσα μου, προσπαθώντας να με συνεφέρει με εσωτερικές ερωτήσεις τύπου "εσύ τώρα τι θέλεις και εξοργίζεσαι; μπορεί αυτοί να τα βρίσκουν έτσι! επειδή προσωπικά σε εκνευρίζει η βία πρέπει να βγαίνεις εκτός εαυτού όταν συμβαίνει και στους άλλους; και τελικά, ξέρεις εσύ τι είναι καλύτερο για τον καθένα;".
Αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι δεν ξέρω. Φυσικά και δεν ξέρω. Απλά δεν μπορώ να δικαιολογήσω αυτήν την συμπεριφορά για κανέναν και απέναντι σε κανέναν. Γιατί νοιώθω σαν να γίνεται έκπτωση στην αγάπη και το σεβασμό του ενός προς τον άλλον...Και πραγματικά όταν και αν μου συμβεί να φερθώ αντίστοιχα, την αμέσως επόμενη στιγμή θέλω να μεταμορφωθώ σε σαλιγκάρι και να κλειστώ στο καβούκι για μερικά εικοσιτετράωρα, τόσα που μόνο η ανάγκη φαγητού να με βγάλει έξω.
Οι προσευχές εισακούστηκαν και το ζεύγος κατέβηκε στην επόμενη στάση.Τους ευχήθηκα καλή τύχη από μέσα μου, όλα καλά να τους πάνε.
Και την ίδια στιγμή το ευχήθηκα και σε μένα και σε όσους βλέπουν παρόμοια τα πράγματα. Γιατί τελικά μάλλον δεν υπάρχει ένα πλαφόν του "αντικειμενικά καλού" για τον άνθρωπο. Η ίδια η ύπαρξη είναι εντελώς υποκειμενική και το πώς επιλέγει να την διαχειριστεί ο καθένας μεγάλη περιπέτεια.