Έψαξα όλα τα άλμπουμ μου να βρω φωτογραφία σου.
Δυσκολεύτηκα. Δεν ήσουν άνθρωπος που του άρεσε να φωτογραφίζεται, να φαίνεται, να προβάλλεται, να λέει μεγάλα και πολλά λόγια.
Τελικά βρήκα μία που κοιτάς τη θάλασσα του αγαπημένου σου μέρους στην Κάρπαθο.
Νέος, απείραχτος ακόμα από την αρρώστια, ο πατέρας των πρώτων χρόνων της ζωής μου. Εκείνος που δούλευε από το πρωί ως το βράδυ για να μας μεγαλώσει, να μας σπουδάσει, να έχουμε ασφάλεια.
Θυμάμαι κάθε φορά που έμπαινες σπίτι έτρεχα να σου φέρω τις παντόφλες σου μέχρι που μπήκα στην εφηβεία και σταμάτησα.( γιατί σταμάτησα αλήθεια;...).Θυμάμαι την βαριά σου ιατρική τσάντα, την κούραση της ημέρας στο σώμα και στα μάτια σου, τη σοβαρότητά σου. Θυμάμαι που όταν φοβόμουν τις νύχτες η μαμά με έβαζε να κοιμηθώ πλάι σου. Που με χόρευες ταγκό και πατούσα στα μεγάλα πόδια σου για να ακολουθήσω. Που έπαιρνες το πόδι μου και έπαιζες δήθεν βιολί. Που με έβαλες πίσω από το τιμόνι για τα πρώτα μου μαθήματα. Στο σεισμό που ενώ όλοι είχαν πανικοβληθεί εγώ κι εσύ κοιταχτήκαμε σε σιωπηλή επικοινωνία και δηλώσαμε ότι απλά θέλαμε να πάμε να κοιμηθούμε μη φοβούμενοι τους μετασεισμούς. Που μεταξύ αστείου και σοβαρού σου είπα ότι είναι άδικο να μοιάζω σε σένα και όχι στη μαμά που ήταν καλλονή...και πόσο τελικά μου άρεσε που σου έμοιασα εγώ περισσότερο από τα τρία σου παιδιά...
Θυμάμαι τόσα...
Κι από σήμερα που αποχαιρέτησα και το σώμα σου στην τυπική διαδικασία του χριστιανικού αποχαιρετισμού όλες αυτές οι αναμνήσεις έγιναν πολυτιμότερες, τρυφερότερες κι οδυνηρότερες.Γιατί παρόλο αυτό το κρύο του θανάτου, το παράλογο και λογικό του κύκλου της ζωής, ποτέ δεν θα πάψω να είμαι παιδί, ένα μεγάλο έστω παιδί, που έχασε τον Έναν πατέρα του...
Με παρηγορεί μόνο ότι πια σε εκείνη τη διάσταση που πας, όπως και να την ονομάσουμε, θα μπορείς να περπατάς, να πετάς, να μην πονάς, να μην σε τρυπάει καμία βελόνα για εξετάσεις, για ορούς, για ναρκώσεις, για τίποτα. Που αν θέλεις μπορείς να πας στο αγαπημένο σου νησί και να δεις τα μέρη σου αυτά που είχες στερηθεί τα τελευταία χρόνια, να μυρίσεις τις μυρτιές και τα πεύκα, να βρέξεις τα πόδια σου στη θάλασσα, να κοιτάξεις τον ορίζοντα. Που μπορεί να έχεις ήδη συναντήσει την Ελένη που έφυγε μόλις μερικές ώρες πριν από εσένα και να τα λέτε. Που θα ξεκουραστείς.Που μπορώ να σε ξαναδώ με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς μου όπως σε θυμάμαι μικρή.
Στην πραγματικότητα δεν έχω λόγια να χωρέσω όλα όσα νοιώθω. Αυτά που γράφω, αυτά που μπορώ να ενσωματώσω σε γράμματα και σκέψεις μου φαίνονται τόσο φτωχά και λίγα...
Το κενό σου δεν θα αναπληρωθεί ποτέ.
Αλλά τώρα που το σκέφτομαι δεν χρειάζεται να αναπληρωθεί. Γιατί δεν είναι κενό. Είναι γεμάτο απ΄ όλα τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις, τις εικόνες, τις στιγμές μαζί σου. Δεν με νοιάζει να βάλω κάτι άλλο στη θέση του. Δεν υπάρχει, τελικά, κανένας λόγος.
Απ΄όλα αυτά τα ειλικρινή συλλυπητήρια που άκουσα σήμερα μια κουβέντα άγγιξε περισσότερο την ψυχή μου:"να ξέρεις ότι αυτοί που αγαπάμε πολύ και μας αγαπούν κι αυτοί τελικά δεν φεύγουν από κοντά μας ποτέ. Θα το δεις αν κάποια στιγμή βρεθείς σε ανάγκη και ζητήσεις τη βοήθειά τους. Θα είναι εκεί."
Είμαι σίγουρη ότι θα είσαι πάντα κοντά μας, απλά με άλλο τρόπο.
Εύχομαι εκεί που πας, στα ταξίδια σου στο εξής, να βρεις εξίσου όμορφα τοπία που θα ηρεμήσουν την ψυχή σου.
Σ' ευχαριστώ που μου έδωσες το δώρο της ζωής.
Σ' αγαπώ πολύ...
Θα ζεις για πάντα μέσα μου.
Καλό ταξίδι Πατερούλη μου...