
Στην κορυφή της λίστας με τα όσα είναι όμορφο να κάνουμε το καλοκαίρι στις πόλεις είναι αδιαμφισβήτητα ο θερινός κινηματογράφος Αυτός που συνήθως είναι χωμένος ανάμεσα σε πολυκατοικίες, που ξεφυτρώνει σε κάποιο συνοικιακό ακάλυπτο δίνοντας την ευκαιρία στους κατοίκους των παρακείμενων κουτιών να κλεφτοπαρακολουθήσουν όλες τις ταινίες της περιόδου και πολλές επανεκδόσεις αυτών.
Σε έναν τέτοιο βρέθηκα εχθές, εξοπλισμένη με τη μωβ ζακέτα μου και με διάθεση να ταξιδέψω για δύο και κάτι ώρες μακρυά από το σταχτί και μουδιασμένο Αθηναϊκό σύμπαν, επιλέγοντας να δω την ταινία με τον ανορθόγραφο τίτλο και την κωμικοτραγική υπόθεση. Έχοντας γυρίσει από διακοπές πρόσφατα και σε πολύ χαλαρή διάθεση, δεν συμβουλεύτηκα πριν καμία κριτική. Συνακόλουθα, δεν συνειδητοποίησα το σκηνοθέτη της ταινίας παρά όταν έφτασα έξω από τον κινηματογράφο
Ο Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι από τις "συμπάθειές" μου. Η διπλή προσπάθεια που έκανα πριν χρόνια να παρακολουθήσω την ταινία που πολλοί θεωρούν ως την χαρακτηριστικότερή του, το Pulp Fiction, είχε στεφθεί με διπλή αποτυχία. Κάπου στη μέση του dvd την παρατούσα. Ενδεχομένως επειδή είχε πολυ διαφημιστεί και πολύ ευφημιστεί από αρκετούς, μου είχε δημιουργήσει κάποιου είδους προσδοκίες, οι οποίες διαψεύδονταν Με θυμάμαι να παρακολουθώ με πρόσωπο ελαφρά ξινισμένο και ουδέτερο, σαν να τρώω κάτι νερόβραστο. Ωστόσο εχθές προσπάθησα να δώσω μια τρίτη ευκαιρία στον παράξενο αυτό δημιουργό.
Στο γεμάτο θερινό τα φώτα έσβησαν με συνέπεια στις 21.45 για να αρχίσει να ξετυλίγεται η ιστορία του φιλμ. Το οποίο και αρχίζει αρκετά βίαια, δημιουργώντας το εύλογο ερωτηματικό "γιατί το χαρακτηρίζουν ως "κωμωδία'' κάποιοι". Στη συνέχεια και για 153 λεπτά έψαχνα να βρω τι εξαιρετικό έχει αυτός ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος-ηθοποιός και είναι αγαπημένος μεγάλης μερίδας κοινού και κριτικών. Οπωσδήποτε έχει το προσωπικό του στυλ. Ατμόσφαιρα. Χορογραφημένες σκηνές πολύ έντονης βίας. Ωμότητα που καταλήγει χιουμοριστική,αν αντέχει κάποιος αυτού του είδους το χιούμορ. Και φλυαρία. Ασύστολη φλυαρία που παραφυλάει πίσω από την οθόνη να καταπιεί έναν δύσπιστο θεατή σαν κι εμένα. Σε παραπάνω από μία στιγμές βρέθηκα να αναρωτιέμαι για ποιό λόγο βλέπω τη σκηνή που βλέπω και τι ακριβώς εξυπηρετεί στην οικονομία του έργου ο συγκεκριμένος διάλογος.
Φεύγοντας από τον κινηματογράφο μετά το τέλος της προβολής ένοιωθα ανάμικτα συναισθήματα. Όχι απογοήτευση, όχι ικανοποίηση. Ένα παράξενο συναίσθημα που δεν ανήκει σε αυτά που έχω συνήθως εύκαιρα για μετά από ταινία. Δεν ήμουν ανικανοποίητη, δεν ήμουν ικανοποιημένη.Η δύναμη της εικόνας με είχε παρασύρει, αλλά σαν το νοητικό μου μέρος να προσλάμβανε μια κάποια ανεπάρκεια σε αυτό που είδα.
Σήμερα, ξυπνώντας από έναν βαθύ ύπνο, είχα ακόμα αυτή τη δύναμη της εικόνας στο μυαλό μου. Σαν να διάβασα ένα ογκώδες, περιπετειώδες κόμικ, με σχετικά επίπεδους χαρακτήρες, έντονα χρώματα σε πολυτελές χαρτί, σε ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα. Προφανώς, αν θέλω να κρίνω δίκαια τον συγκεκριμένο δημιουργό εδώ θα σταματήσω και δεν θα πάω παρακάτω. Γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας χωρίς περαιτέρω προβληματισμό Έχει επιλέξει να είναι ένας ιδιότυπος διασκεδαστής και χρησιμοποιεί μια σαλάτα από είδη (γουέστερν, πολεμικό, βία, χιούμορ, δράση), πάρα πολύ καλές ερμηνείες (ιδίως αυτή του Γερμανού κυνηγού των Εβραίων) και εξαιρετική μουσική και φωτογραφία.
Oι φανατικοί του Ταραντίνο, μην την χάσετε. Οι υπόλοιποι, δώστε της μια ευκαιρία.
Νομίζω ότι, τελικά, την αξίζει.
Σε έναν τέτοιο βρέθηκα εχθές, εξοπλισμένη με τη μωβ ζακέτα μου και με διάθεση να ταξιδέψω για δύο και κάτι ώρες μακρυά από το σταχτί και μουδιασμένο Αθηναϊκό σύμπαν, επιλέγοντας να δω την ταινία με τον ανορθόγραφο τίτλο και την κωμικοτραγική υπόθεση. Έχοντας γυρίσει από διακοπές πρόσφατα και σε πολύ χαλαρή διάθεση, δεν συμβουλεύτηκα πριν καμία κριτική. Συνακόλουθα, δεν συνειδητοποίησα το σκηνοθέτη της ταινίας παρά όταν έφτασα έξω από τον κινηματογράφο
Ο Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι από τις "συμπάθειές" μου. Η διπλή προσπάθεια που έκανα πριν χρόνια να παρακολουθήσω την ταινία που πολλοί θεωρούν ως την χαρακτηριστικότερή του, το Pulp Fiction, είχε στεφθεί με διπλή αποτυχία. Κάπου στη μέση του dvd την παρατούσα. Ενδεχομένως επειδή είχε πολυ διαφημιστεί και πολύ ευφημιστεί από αρκετούς, μου είχε δημιουργήσει κάποιου είδους προσδοκίες, οι οποίες διαψεύδονταν Με θυμάμαι να παρακολουθώ με πρόσωπο ελαφρά ξινισμένο και ουδέτερο, σαν να τρώω κάτι νερόβραστο. Ωστόσο εχθές προσπάθησα να δώσω μια τρίτη ευκαιρία στον παράξενο αυτό δημιουργό.
Στο γεμάτο θερινό τα φώτα έσβησαν με συνέπεια στις 21.45 για να αρχίσει να ξετυλίγεται η ιστορία του φιλμ. Το οποίο και αρχίζει αρκετά βίαια, δημιουργώντας το εύλογο ερωτηματικό "γιατί το χαρακτηρίζουν ως "κωμωδία'' κάποιοι". Στη συνέχεια και για 153 λεπτά έψαχνα να βρω τι εξαιρετικό έχει αυτός ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος-ηθοποιός και είναι αγαπημένος μεγάλης μερίδας κοινού και κριτικών. Οπωσδήποτε έχει το προσωπικό του στυλ. Ατμόσφαιρα. Χορογραφημένες σκηνές πολύ έντονης βίας. Ωμότητα που καταλήγει χιουμοριστική,αν αντέχει κάποιος αυτού του είδους το χιούμορ. Και φλυαρία. Ασύστολη φλυαρία που παραφυλάει πίσω από την οθόνη να καταπιεί έναν δύσπιστο θεατή σαν κι εμένα. Σε παραπάνω από μία στιγμές βρέθηκα να αναρωτιέμαι για ποιό λόγο βλέπω τη σκηνή που βλέπω και τι ακριβώς εξυπηρετεί στην οικονομία του έργου ο συγκεκριμένος διάλογος.
Φεύγοντας από τον κινηματογράφο μετά το τέλος της προβολής ένοιωθα ανάμικτα συναισθήματα. Όχι απογοήτευση, όχι ικανοποίηση. Ένα παράξενο συναίσθημα που δεν ανήκει σε αυτά που έχω συνήθως εύκαιρα για μετά από ταινία. Δεν ήμουν ανικανοποίητη, δεν ήμουν ικανοποιημένη.Η δύναμη της εικόνας με είχε παρασύρει, αλλά σαν το νοητικό μου μέρος να προσλάμβανε μια κάποια ανεπάρκεια σε αυτό που είδα.
Σήμερα, ξυπνώντας από έναν βαθύ ύπνο, είχα ακόμα αυτή τη δύναμη της εικόνας στο μυαλό μου. Σαν να διάβασα ένα ογκώδες, περιπετειώδες κόμικ, με σχετικά επίπεδους χαρακτήρες, έντονα χρώματα σε πολυτελές χαρτί, σε ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα. Προφανώς, αν θέλω να κρίνω δίκαια τον συγκεκριμένο δημιουργό εδώ θα σταματήσω και δεν θα πάω παρακάτω. Γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας χωρίς περαιτέρω προβληματισμό Έχει επιλέξει να είναι ένας ιδιότυπος διασκεδαστής και χρησιμοποιεί μια σαλάτα από είδη (γουέστερν, πολεμικό, βία, χιούμορ, δράση), πάρα πολύ καλές ερμηνείες (ιδίως αυτή του Γερμανού κυνηγού των Εβραίων) και εξαιρετική μουσική και φωτογραφία.
Oι φανατικοί του Ταραντίνο, μην την χάσετε. Οι υπόλοιποι, δώστε της μια ευκαιρία.
Νομίζω ότι, τελικά, την αξίζει.